δέκατα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δέκατα < από το δέκατο, την ένδειξη βαθμίδας σε θερμόμετρο (μερικά δέκατα πάνω από το κανονικό)
Ουσιαστικό επεξεργασία
δέκατα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ελαφρά αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος κατά λίγα δέκατα του βαθμού που μπορεί να είναι ένδειξη ασθένειας αλλά δεν θεωρείται πυρετός
Μεταφράσεις επεξεργασία
δέκατα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
δέκατα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δέκατο
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
δέκατα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δέκατο