Ετυμολογία

επεξεργασία
δέκατο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο επιθέτου δέκατος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δέκατο ουδέτερο

  1. το ένα από τα δέκα ίσα μέρη μιας ποσότητας
    τα δύο δέκατα (2/10) του 100 ισούνται με το 20

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία