δέκατο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δέκατο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο επιθέτου δέκατος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δέκατο ουδέτερο
- το ένα από τα δέκα ίσα μέρη μιας ποσότητας
- τα δύο δέκατα (2/10) του 100 ισούνται με το 20