πυρετολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρετολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrétologie[1] < αρχαία ελληνική πυρετός + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρετολογία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- πυρετολογικός
- πυρετολόγος
- → δείτε τις λέξεις πυρετός και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρετολογία
- ↑ πυρετολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας