πυρετολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρετολόγος < πυρετολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pyrétologiste)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρετολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, παρωχημένο) ιατρός ειδικός στην πυρετολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρετολόγος