pyrétologiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpyrétologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- pyrétologiste - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé