πυρετολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρετολογικός < πυρετολογία + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pyrétologique)
Επίθετο
επεξεργασίαπυρετολογικός
- (ιατρική, παρωχημένο) που έχει σχέση με την πυρετολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πυρετολογία, πυρετός, πυρ και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρετολογικός