Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δάγκειος πυρετός < → δείτε τις λέξεις δάγκειος και πυρετός

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

δάγκειος πυρετός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία