Ετυμολογία

επεξεργασία
δάγκειος πυρετός < → δείτε τις λέξεις δάγκειος και πυρετός

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

δάγκειος πυρετός αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία