δάγκειος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δάγκειος | οι | δάγκειοι |
γενική | του | δάγκειου & δαγκείου |
των | δάγκειων & δαγκείων |
αιτιατική | τον | δάγκειο | τους | δάγκειους & δαγκείους |
κλητική | δάγκειε | δάγκειοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δάγκειος < (λόγιο δάνειο) γαλλική dengue[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
δάγκειος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
δάγκειος
→ δείτε τη λέξη δάγκειος πυρετός |
- ↑ δάγκειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας