Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δάγκειος οι δάγκειοι
      γενική του δάγκειου
δαγκείου
των δάγκειων
δαγκείων
    αιτιατική τον δάγκειο τους δάγκειους
δαγκείους
     κλητική δάγκειε δάγκειοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δάγκειος < (λόγιο δάνειο) γαλλική dengue[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δάγκειος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία