Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρετογόνος η πυρετογόνος
πυρετογόνα
το πυρετογόνο
      γενική του πυρετογόνου της πυρετογόνου
πυρετογόνας
του πυρετογόνου
    αιτιατική τον πυρετογόνο την πυρετογόνο
πυρετογόνα
το πυρετογόνο
     κλητική πυρετογόνε πυρετογόνε
πυρετογόνα
πυρετογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρετογόνοι οι πυρετογόνοι
πυρετογόνες
τα πυρετογόνα
      γενική των πυρετογόνων των πυρετογόνων των πυρετογόνων
    αιτιατική τους πυρετογόνους τις πυρετογόνους
πυρετογόνες
τα πυρετογόνα
     κλητική πυρετογόνοι πυρετογόνοι
πυρετογόνες
πυρετογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρετογόνος < πυρετ(ος) + -ο- + -γόνος

  Επίθετο επεξεργασία

πυρετογόνος, -ος/-α, -ο

  • που προκαλεί πυρετό
    ※  Σε πέντε πειραματόζωα έγινε ενδοπεριτοναϊκή χορήγηση στείρου μη πυρετογόνου φυσιολογικού ορού και χρησιμοποιήθηκαν σαν ομάδα ελέγχου (Πειραματική μελέτη της απόπτωσης στους νεφρούς σε επίμυες με σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS), Θεοδώρα Μπινιάρη, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Σχολή Επιστημών Υγείας, 2009 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία