πυρετογόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπυρετογόνος, -ος/-α, -ο
- που προκαλεί πυρετό
- ※ Σε πέντε πειραματόζωα έγινε ενδοπεριτοναϊκή χορήγηση στείρου μη πυρετογόνου φυσιολογικού ορού και χρησιμοποιήθηκαν σαν ομάδα ελέγχου (Πειραματική μελέτη της απόπτωσης στους νεφρούς σε επίμυες με σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS), Θεοδώρα Μπινιάρη, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Σχολή Επιστημών Υγείας, 2009 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρετογόνος
|