αρθρίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρθρίτιδα < ελληνιστική κοινή ἀρθρῖτις < ἄρθρον < ἀραρίσκω + -θρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er-
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρθρίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή των αρθρώσεων (συνδέσμων) που προκαλείται είτε από λοιμώξεις ή από μεταβολικές αποθέσεις
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αντιαρθριτικός
- αρθρικός
- αρθριτικά
- αρθριτικός
- αρθριτισμός
- αρθροπάθεια
- νευροαρθριτικός
- νευροαρθριτισμός
- οστεοαρθρίτιδα
- οστεοαρθριτικός
- περιαρθρίτιδα
- πολυαρθρίτιδα
- ρευματαρθρίτιδα
- σπονδυλαρθρίτιδα
- → δείτε τις λέξεις άρθρωση και άρθρο