Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μυογράφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μυογράφ
ος
οι
μυογράφ
οι
γενική
του
μυογράφ
ου
των
μυογράφ
ων
αιτιατική
τον
μυογράφ
ο
τους
μυογράφ
ους
κλητική
μυογράφ
ε
μυογράφ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μυογράφος
<
μυς
+
γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μυογράφος
αρσενικό
συσκευή που επιτρέπει την καταγραφή των
μυϊκών
συστολών
Συγγενικά
επεξεργασία
μυογράφημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μυογράφος
γαλλικά
:
myographe
(fr)