Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυοκαρδιοπάθεια οι μυοκαρδιοπάθειες
      γενική της μυοκαρδιοπάθειας των μυοκαρδιοπαθειών
    αιτιατική τη μυοκαρδιοπάθεια τις μυοκαρδιοπάθειες
     κλητική μυοκαρδιοπάθεια μυοκαρδιοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυοκαρδιοπάθεια < μυο- + καρδιο- + -ο- + -πάθεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυοκαρδιοπάθεια θηλυκό

  • (καρδιολογία, ιατρική) μια από τις παθήσεις του μύωνα της καρδιάς (διατατική μυοκαρδιοπάθεια, υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία