μυοκαρδιοπάθεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυοκαρδιοπάθεια θηλυκό
- (καρδιολογία, ιατρική) μια από τις παθήσεις του μύωνα της καρδιάς (διατατική μυοκαρδιοπάθεια, υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυοκαρδιοπάθεια
|