μυομήτριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυομήτριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική myomètre[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική myometrium[1] < αρχαία ελληνική μῦς + μήτρα (< μήτηρ (μητέρα))
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυομήτριο ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 μυομήτριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)