muscle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
muscle | muscles |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmuscle (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο μυς
- ↪ the heart muscles - οι μύες της καρδιάς
- ↪ muscle contraction/relaxation - συστολή/χαλάρωση των μυών
- ↪ I have muscle, I am brawny and strong.
- Έχω μυς, είμαι γεροδεμένος και δυνατός.
- ↪ She has a body so fit, that all the muscles can be seen.
- Έχει σώμα τόσο γυμνασμένο, ώστε να διακρίνονται όλοι οι μύες.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
muscle | muscles |
muscle (fr)
- ο μυς