ενικός         πληθυντικός  
muscle muscles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

muscle (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο μυς
    the heart muscles - οι μύες της καρδιάς
    muscle contraction/relaxation - συστολή/χαλάρωση των μυών
    I have muscle, I am brawny and strong.
    Έχω μυς, είμαι γεροδεμένος και δυνατός.
    She has a body so fit, that all the muscles can be seen.
    Έχει σώμα τόσο γυμνασμένο, ώστε να διακρίνονται όλοι οι μύες.



  Ετυμολογία

επεξεργασία

muscle λατινική musculus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /myskl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
muscle muscles

muscle (fr)

Δείτε επίσης

επεξεργασία