Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραπεζιοειδής η τραπεζιοειδής το τραπεζιοειδές
      γενική του τραπεζιοειδούς* της τραπεζιοειδούς του τραπεζιοειδούς
    αιτιατική τον τραπεζιοειδή την τραπεζιοειδή το τραπεζιοειδές
     κλητική τραπεζιοειδή(ς) τραπεζιοειδής τραπεζιοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραπεζιοειδείς οι τραπεζιοειδείς τα τραπεζιοειδή
      γενική των τραπεζιοειδών των τραπεζιοειδών των τραπεζιοειδών
    αιτιατική τους τραπεζιοειδείς τις τραπεζιοειδείς τα τραπεζιοειδή
     κλητική τραπεζιοειδείς τραπεζιοειδείς τραπεζιοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραπεζιοειδής < τραπέζιο + -ειδής

  Επίθετο επεξεργασία

τραπεζιοειδής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία