trapezoid
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trapezoid | trapezoids |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtrapezoid (en)
- (γεωμετρία) το τραπέζιο
- (μαθηματικά) (παρωχημένο) το μη κανονικό τετράπλευρο
- (ανατομία) μικρό οστό του καρπού, κάτω από τον αντίχειρα