Δείτε επίσης: σκάπος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκᾶπος οἱ σκᾶποι
      γενική τοῦ σκάπου τῶν σκάπων
      δοτική τῷ σκάπ τοῖς σκάποις
    αιτιατική τὸν σκᾶπον τοὺς σκάπους
     κλητική ! σκᾶπε σκᾶποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκάπω
γεν-δοτ τοῖν  σκάποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκᾶπος < → δείτε τη λέξη σκῆπτρον και τη λατινική scapus • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκᾶπος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή) στον Ησύχιο

  1. δωρικός τύπος του σκῆπτρον
  2. <σκᾶπος>· κλάδος. καὶ ἄνεμος ποιός ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Σ )

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία