σκᾶπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σκᾶπος | οἱ | σκᾶποι | ||||
γενική | τοῦ | σκάπου | τῶν | σκάπων | ||||
δοτική | τῷ | σκάπῳ | τοῖς | σκάποις | ||||
αιτιατική | τὸν | σκᾶπον | τοὺς | σκάπους | ||||
κλητική ὦ! | σκᾶπε | σκᾶποι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκάπω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σκάποιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκᾶπος < → δείτε τη λέξη σκῆπτρον και τη λατινική scapus • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκᾶπος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή) στον Ησύχιο
- δωρικός τύπος του σκῆπτρον
- <σκᾶπος>· κλάδος. καὶ ἄνεμος ποιός (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Σ )
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Σημείωση του επιμελητή: Το δίνει και ως δωρικό τύπο του «σκῆπος» - σκᾶπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.