↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σκῆπτρον τὰ σκῆπτρ
      γενική τοῦ σκήπτρου τῶν σκήπτρων
      δοτική τῷ σκήπτρ τοῖς σκήπτροις
    αιτιατική τὸ σκῆπτρον τὰ σκῆπτρ
     κλητική ! σκῆπτρον σκῆπτρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκήπτρω
γεν-δοτ τοῖν  σκήπτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκῆπτρον, ομηρικό < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκῆπτρον ουδέτερο

  1. (αρχική σημασία) μπαστούνι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 199
    Εὔμαιος δ' ἄρα οἱ σκῆπτρον θυμαρὲς ἔδωκε
    Κι ο Εϋμαιος [του] έδωσε μπαστούνι αγαπημένο/προσφιλές
  2. σκήπτρο, έμβλημα βασιλικής εξουσίας
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 15 (14-15)
    στέμματ’ ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος
    χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ, καὶ λίσσετο πάντας Ἀχαιούς,
    [ο Χρύσης] γιρλάντες τυλιχτές έχοντας στα χέρια στου εκηβόλου Απολλωνα
    το χρυσό το σκήπτρο, και ικέτευε όλους τους Αχαιούς