Ἀχαιός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀχαιός | οἱ | Ἀχαιοί |
γενική | τοῦ | Ἀχαιοῦ | τῶν | Ἀχαιῶν |
δοτική | τῷ | Ἀχαιῷ | τοῖς | Ἀχαιοῖς |
αιτιατική | τὸν | Ἀχαιόν | τοὺς | Ἀχαιούς |
κλητική ὦ! | Ἀχαιέ | Ἀχαιοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀχαιώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀχαιοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀχαιός < προελληνική [1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈχαιός αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- (ελληνική μυθολογία) μυθικός ήρωας, απόγονος του Ἕλληνος, γενάρχης των Αχαιών, γιος της Κρεούσης και του βασιλιά της Αθήνας Ξούθου, ή του βασιλιά της Αχαΐας Αιγιαλού . Αδελφός του Ίωνα έγινε βασιλιάς της Θεσσαλίας. Από το όνομα του ονομάστηκε ο λαός Αχαιοί και η σημερινή Αχαΐα.
- (εθνικό όνομα) μέλος της φυλής των Ἀχαιῶν, ο απόγονος του Αχαιού
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἀχαιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀχαιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.