Αχαΐα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αχαΐα | οι | Αχαΐες |
γενική | της | Αχαΐας | των | Αχαϊών |
αιτιατική | την | Αχαΐα | τις | Αχαΐες |
κλητική | Αχαΐα | Αχαΐες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αχαΐα < αρχαία ελληνική Ἀχαΐα < Ἀχαιός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.xaˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐χα‐ΐ‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑχαΐα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)