Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἔχων
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
έχων
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἔχων
ἡ
ἔχουσ
ᾰ
τὸ
ἔχον
γενική
τοῦ
ἔχοντ
ος
τῆς
ἐχούσ
ης
τοῦ
ἔχοντ
ος
δοτική
τῷ
ἔχοντ
ῐ
τῇ
ἐχούσ
ῃ
τῷ
ἔχοντ
ῐ
αιτιατική
τὸν
ἔχοντ
ᾰ
τὴν
ἔχουσ
ᾰν
τὸ
ἔχον
κλητική
ὦ
!
ἔχων
ἔχουσ
ᾰ
ἔχον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἔχοντ
ες
αἱ
ἔχουσ
αι
τὰ
ἔχοντ
ᾰ
γενική
τῶν
ἐχόντ
ων
τῶν
ἐχουσ
ῶν
τῶν
ἐχόντ
ων
δοτική
τοῖς
ἔχου
σῐ
(
ν
)
ταῖς
ἐχούσ
αις
τοῖς
ἔχου
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
ἔχοντ
ᾰς
τὰς
ἐχούσ
ᾱς
τὰ
ἔχοντ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἔχοντ
ες
ἔχουσ
αι
ἔχοντ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἔχοντ
ε
τὼ
ἐχούσ
ᾱ
τὼ
ἔχοντ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
ἐχόντ
οιν
τοῖν
ἐχούσ
αιν
τοῖν
ἐχόντ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λύων'
όπως «
τρέχων
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ἔχων, -ουσα, -ον
μετοχή
ενεργητικού
ενεστώτα
του ρήματος
ἔχω