Δείτε επίσης: έχων

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἔχων ἔχουσ τὸ ἔχον
      γενική τοῦ ἔχοντος τῆς ἐχούσης τοῦ ἔχοντος
      δοτική τῷ ἔχοντ τῇ ἐχούσ τῷ ἔχοντ
    αιτιατική τὸν ἔχοντ τὴν ἔχουσᾰν τὸ ἔχον
     κλητική ! ἔχων ἔχουσ ἔχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἔχοντες αἱ ἔχουσαι τὰ ἔχοντ
      γενική τῶν ἐχόντων τῶν ἐχουσῶν τῶν ἐχόντων
      δοτική τοῖς ἔχουσῐ(ν) ταῖς ἐχούσαις τοῖς ἔχουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἔχοντᾰς τὰς ἐχούσᾱς τὰ ἔχοντ
     κλητική ! ἔχοντες ἔχουσαι ἔχοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἔχοντε τὼ ἐχούσ τὼ ἔχοντε
      γεν-δοτ τοῖν ἐχόντοιν τοῖν ἐχούσαιν τοῖν ἐχόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ἔχων, -ουσα, -ον