Ετυμολογία

επεξεργασία
ἑκηβόλος < ἑκάς (μακράν) + βάλλω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἑκηβόλος -ος -ον

  • που ρίχνει κάτι σε μεγάλη απόσταση
  • μακροσαγιτάρης, που ρίχνει μακριά τα βέλη του, ομηρικό τυπικό επίθετο για τον Απόλλωνα