Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
souche souches

  Ουσιαστικό επεξεργασία

souche (fr) θηλυκό

  1. το τμήμα του κορμού των δέντρων που μένει αφού το πάνω μέρος κοπεί
  2. το στέλεχος, ό,τι απομένει από κάτι όταν διάφορα τμήματα αποκοπούν
  3. το στέλεχος ιού

Εκφράσεις επεξεργασία