moulé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | moulé | moulés |
θηλυκό | moulée | moulées |
Επίθετο
επεξεργασίαmoulé (fr)
- φτιαγμένος με ένα καλούπι
- → δείτε τη λέξη moule
- (αρχιτεκτονική) διακοσμημένος με ανάγλυφα στολίδια
- → δείτε τη λέξη moulure