καλάπους
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ονομαστική | καλάπους | καλάποδε | καλάποδες |
Γενική | καλάποδος/ (καλάπου) |
καλαπόδοιν | καλαπόδων |
Δοτική | καλάποδῐ | καλαπόδοιν | καλάποσῐ(ν) |
Αιτιατική | καλάπουν/ καλάποδᾰ |
καλάποδε | καλάποδᾰς |
Κλητική | καλάπου(ς) | καλάποδε | καλάποδες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καλάπους αρσενικό
- το καλαπόδι, το ξύλινο ομοίωμα του κάτω άκρου του ποδιού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή παπουτσιών