Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
καλαποδ-
ονομαστική καλάπους οἱ καλάποδες
      γενική τοῦ καλάποδος τῶν καλαπόδων
      δοτική τῷ καλάποδ τοῖς καλάποσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν καλάποδ τοὺς καλάποδᾰς
     κλητική ! καλάπους καλάποδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλάποδε
γεν-δοτ τοῖν  καλαπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πρόπους' όπως «πρόπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλάπους < κᾶλον + πούς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλάπους αρσενικό

  • το καλαπόδι, το ξύλινο ομοίωμα του κάτω άκρου του ποδιού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή παπουτσιών
    άλλες μορφές: καλόπους

  Πηγές επεξεργασία