Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλουπώνω < καλούπ(ι) + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

καλουπώνω (παθητική φωνή: καλουπώνομαι)

  1. ετοιμάζω καλούπια, βάζω καλούπια
  2. (μεταφορικά) θέτω περιορισμούς

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία