Δείτε επίσης: πράγμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πρᾶγμᾰ τὰ πράγμᾰτ
      γενική τοῦ πράγμᾰτος τῶν πραγμᾰ́των
      δοτική τῷ πράγμᾰτ τοῖς πράγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ πρᾶγμᾰ τὰ πράγμᾰτ
     κλητική ! πρᾶγμᾰ πράγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πράγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  πραγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

πρᾶγμα < (πράττω), θέμα *πρακ- + -μα με ηχηροποίηση πριν τον φθόγγο [m][1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρᾶγμα ουδέτερο

  • κάτι που έχει παραχθεί, έχει γίνει, έχει δημιουργηθεί

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ...

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πράγμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.