Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

intake (en)

  • εισαγωγή, εισροή, αναρρόφηση, εισρόφηση
  • το σημείο στο οποίο στενεύει ένας σωλήνας, το στένεμα ή στένωμα
  • το σημείο στο οποίο αέρας ή νερό μπαίνει σε έναν αγωγό ή κύκλωμα σε αντιδιαστολή προς το outlet (ως σημείου |εξόδου)
  • αεραγωγός
  • η εισαγόμενη ποσότητα
  • η πρόσληψη διαφόρων διατροφικών στοιχείων από τον ανθρώπινο οργανισμό

  Ρήμα επεξεργασία

intake (en)