take exception
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
take exception (en)
- (ιδιωματισμός) μου κακοφαίνεται κάτι, έχω αντιρρήσεις
- ↪ He took exception to something that I said about his wife.
- Του κακοφάνηκε κάτι που είπα για τη γυναίκα του.
- ↪ She took exception to my appearance.
- Είχε αντιρρήσεις για την εμφάνισή μου.
- ↪ He took exception to something that I said about his wife.