take off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | take off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | takes off |
αόριστος | took off |
παθητική μετοχή | taken off |
ενεργητική μετοχή | taking off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtake off (en)
- (αμετάβατο) απογειώνομαι, για αεροσκάφη κτλ., φεύγω από το έδαφος και αρχίζω να πετάω
- ↪ The plane started to take off in a deafening noise.
- Το αεροπλάνο άρχισε να απογειώνεται μέσα σε έναν εκκωφαντικό θόρυβο.
- ↪ He directed him to have the plane take off from the first runway.
- Τον διέταξε να απογειώσει το αεροπλάνο από τον πρώτο διάδρομο.
- ↪ Due to a mechanical failure, we took off after a short delay.
- Λόγω βλάβης απογειωθήκαμε με μικρή καθυστέρηση.
- ≠ αντώνυμα: land και touch down
- ↪ The plane started to take off in a deafening noise.
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) φεύγω, ειδικά βιαστικά
- (αμετάβατο) απογειώνομαι, έχω άνθηση, για μια ιδέα, προϊόν, επιχείρηση κλπ. γίνομαι επιτυχημένος ή δημοφιλής πολύ γρήγορα ή ξαφνικά
- ↪ His career took off.
- Απογειώθηκε η καριέρα του.
- ↪ The business has really taken off this year and has made quite a profit.
- Η επιχείρηση είχε μεγάλη άνθιση αυτή τη χρονιά, κι έκανε καλά κέρδη.
- ↪ His career took off.
- (μεταβατικό) μιμούμαι, σατιρίζω
- (μεταβατικό) βγάζω, αφαιρώ κάτι, ειδικά ένα ρούχο από το σώμα μου ή κάποιου
- (μεταβατικό) αφαιρώ ένα χρηματικό ποσό ή έναν αριθμό από κάτι για να μειώσω το σύνολο
- ↪ I am taking 100 euros off the price.
- Αφαιρώ 100 ευρώ από την τιμή.
- ↪ I am taking 100 euros off the price.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- take off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 145-146, 161. ISBN 9780194325684., λήμμα: αφαιρώ, βγάζω