take-off
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
take-off | take-offs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
take-off (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απογείωση
- ↪ a runway for take-off - διάδρομος απογειώσεως
- ↪ The plane has been cleared for take-off from runway 3.
- Δόθηκε άδεια για απογείωση στο αεροπλάνο από τον διάδρομο 3.