Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

take somebody at their word < → δείτε τις λέξεις take, somebody, at, their και word

  Έκφραση επεξεργασία

take somebody at their word (en)

  • (ιδιωματισμός) παίρνω τοις μετρητοίς ότι μου είπε, πιστεύω ακριβώς αυτό που λέει ή υπόσχεται κάποιος
    I took him at his word and started to make plans.
    Πήρα τοις μετρητοίς ό,τι μου είπε κι άρχισα να κάνω σχέδια.

  Πηγές επεξεργασία