take somebody at their word
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαtake somebody at their word (en)
- (ιδιωματισμός) παίρνω τοις μετρητοίς ότι μου είπε, πιστεύω ακριβώς αυτό που λέει ή υπόσχεται κάποιος
- ⮡ I took him at his word and started to make plans.
- Πήρα τοις μετρητοίς ό,τι μου είπε κι άρχισα να κάνω σχέδια.
- ⮡ I took him at his word and started to make plans.
Πηγές
επεξεργασία- word (idioms): take somebody at their word - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 643-644. ISBN 9780194325684., λήμμα: παίρνω