ενεστώτας take it out on
γ΄ ενικό ενεστώτα takes it out on
αόριστος took it out on
παθητική μετοχή taken it out on
ενεργητική μετοχή taking it out on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
take it out on < → δείτε τις λέξεις take, it, out και on

take it out on (en)

  • τα βάζω με κάποιον, βγάζω το άχτι μου πάνω κάποιου, συμπεριφέρομαι με δυσάρεστο τρόπο σε κάποιον επειδή νιώθω θυμωμένος, απογοητευμένος κτλ., αν και δεν φταίει αυτός
    ⮡  When he loses at cards, he takes it out on his poor wife.
    Όταν χάνει στα χαρτιά τα βάζει με τη φουκαριάρα τη γυναίκα του.
    ⮡  He took it out on me.
    Έβγαλε το άχτι του πάνω μου.