Δείτε επίσης: takeout

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις take και out

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

take out (en)

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας take out
γ΄ ενικό ενεστώτα takes out
αόριστος took out
παθητική μετοχή taken out
ενεργητική μετοχή taking out

take out (en)

  1. βγάζω κάτι έξω, απομακρύνω (πχ τα σκουπίδια από το σπίτι)
  2. βγάζω κάποιον έξω, τον συνοδεύω σε έξοδο ή ραντεβού
  3. ακινητοποιώ με τη βία
  4. σκοτώνω
  5. καταστρέφω