take out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtake out (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | take out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | takes out |
αόριστος | took out |
παθητική μετοχή | taken out |
ενεργητική μετοχή | taking out |
take out (en)
- βγάζω κάποιον έξω, τον συνοδεύω σε ραντεβού
- ↪ Will you take me out tonight?
- Θα με βγάλεις απόψε έξω;
- ↪ Will you take me out tonight?
- (ανεπίσημο) βγάζω, ακινητοποιώ με τη βία, σκοτώνω ή καταστρέφω
- ↪ We must join forces to take him out of the market.
- Πρέπει να συνεργαστούμε για να τον βγάλουμε από την αγορά.
- ↪ A rival gang took him out.
- Τον σκότωσε μια αντίπαλη συμμορία.
- ↪ We must join forces to take him out of the market.
- βγάζω, αφαιρώ κάτι από κάτι άλλο
- βγάζω, παίρνω, αποκτώ επίσημο έγγραφο ή υπηρεσία
- ↪ I take out an insurance policy.
- Βγάζω ασφάλεια.
- ↪ I took out a mortgage to buy a house.
- Πήρα δάνειο για να αγοράσω ένα σπίτι.
- ↪ I take out an insurance policy.
Πηγές
επεξεργασία- take out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω