take out
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
take out (en)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | take out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | takes out |
αόριστος | took out |
παθητική μετοχή | taken out |
ενεργητική μετοχή | taking out |
take out (en)
- βγάζω κάτι έξω, απομακρύνω (πχ τα σκουπίδια από το σπίτι)
- βγάζω κάποιον έξω, τον συνοδεύω σε έξοδο ή ραντεβού
- ακινητοποιώ με τη βία
- σκοτώνω
- καταστρέφω