Δείτε επίσης: takeout

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

take out < → δείτε τις λέξεις take και out

  Ουσιαστικό επεξεργασία

take out (en)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας take out
γ΄ ενικό ενεστώτα takes out
αόριστος took out
παθητική μετοχή taken out
ενεργητική μετοχή taking out

take out (en)

  1. βγάζω, αφαιρώ κάτι από κάτι άλλο
    I take something out of a drawer.
    Βγάζω κάτι από ένα συρτάρι.
    They took out one of his kidneys/eyes.
    Του έβγαλαν το ένα νεφρό/μάτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη remove
  2. βγάζω κάποιον έξω, τον συνοδεύω σε έξοδο ή ραντεβού
    Will you take me out tonight?
    Θα με βγάλεις απόψε έξω;
  3. (ανεπίσημο) βγάζω, ακινητοποιώ με τη βία, σκοτώνω ή καταστρέφω
    We must join forces to take him out of the market.
    Πρέπει να συνεργαστούμε για να τον βγάλουμε από την αγορά.
  4. βγάζω, αποκτώ επίσημο έγγραφο ή υπηρεσία
    I take out an insurance policy/a driver’s license.
    Βγάζω ασφάλεια/άδεια οδήγησης.

  Πηγές επεξεργασία