ενικός         πληθυντικός  
takeaway takeaways

  Ετυμολογία

επεξεργασία
takeaway < take + away

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

takeaway (en) (βρετανικά αγγλικά)

  1. μαγαζί που πουλάει φαγητό στο χέρι
  2. το φαγητό από κατάστημα έτοιμου φαγητού
  3. (μεταφορικά, συνήθως πληθυντικός) το συμπέρασμα

Συνώνυμα

επεξεργασία