takeaway
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
takeaway | takeaways |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
takeaway (en) (βρετανικά αγγλικά)
- μαγαζί που πουλάει φαγητό στο χέρι
- το φαγητό από κατάστημα έτοιμου φαγητού
- (μεταφορικά, συνήθως πληθυντικός) το συμπέρασμα