takeout
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
takeout | takeouts |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
takeout (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) φαγητό απέξω, έτοιμο φαγητό που αγοράζουμε από κάποιο κατάστημα και το τρώμε στο σπίτι μας
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
takeout | takeouts |
takeout (en)