Ετυμολογία

επεξεργασία
given < give + -n
παραθετικά
θετικός given
συγκριτικός more given
υπερθετικός most given

given (en)

  1. δεδομένος, καθορισμένος
      at a given moment - σε μια δεδομένη στιγμή
  2. δεδομένος, συγκεκριμένος
      The given financial conditions force…
    Οι δεδομένες οικονομικές συνθήκες επιβάλλουν…
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη specific

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
given givens

given (en)

  • το δεδομένο, ένα γεγονός ή στοιχείο που είναι ήδη γνωστό
      It is a given that she will go.
    Είναι δεδομένο ότι θα πάει.
      I’m taking it as a given.
    Το παίρνω ως δεδομένο.

given (en)

  • δεδομένου ότι
      Given that there is no financial leeway, publication of the magazine should be discontinued.
    Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν τα οικονομικά περιθώρια, θα πρέπει να διακοπεί η έκδοση του περιοδικού.

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία