given
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | given |
συγκριτικός | more given |
υπερθετικός | most given |
given (en)
- δεδομένος, καθορισμένος
- ⮡ at a given moment - σε μια δεδομένη στιγμή
- δεδομένος, συγκεκριμένος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
given | givens |
given (en)
- το δεδομένο, ένα γεγονός ή στοιχείο που είναι ήδη γνωστό
- ⮡ It is a given that she will go.
- Είναι δεδομένο ότι θα πάει.
- ⮡ I’m taking it as a given.
- Το παίρνω ως δεδομένο.
- ⮡ It is a given that she will go.
Πρόθεση
επεξεργασίαgiven (en)
- δεδομένου ότι
- ⮡ Given that there is no financial leeway, publication of the magazine should be discontinued.
- Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν τα οικονομικά περιθώρια, θα πρέπει να διακοπεί η έκδοση του περιοδικού.
- ⮡ Given that there is no financial leeway, publication of the magazine should be discontinued.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαgiven (en)