given
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | given |
συγκριτικός | more given |
υπερθετικός | most given |
given (en)
- δεδομένος, καθορισμένος
- ⮡ at a given moment - σε μια δεδομένη στιγμή
- δεδομένος, συγκεκριμένος