προχειρογραμμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προχειρογραμμένος < (μετοχή χωρίς ρήμα) πρόχειρ(ος) + -ο- + γραμμένος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος γράφω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.çi.ɾo.ɣɾaˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐χει‐ρο‐γρά‐φω
Μετοχή επεξεργασία
προχειρογραμμένος, -η, -ο
- που είναι πρόχειρα γραμμένος, βιαστικά ή πάντως χωρίς επιμέλεια, που υπολείπεται ή σε εμφάνιση (π.χ. το κείμενο δεν είναι καλλιγραφικό ή καθαρογραμμένο) ή σε σύνταξη ή σε νοήματα
- ↪ προχειρογραμμένος λόγος, κείμενο, ομιλία, άρθρο, είδηση, σενάριο, βιβλίο κ.λπ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
προχειρογραμμένος
|