Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθαρογραμμένος η καθαρογραμμένη το καθαρογραμμένο
      γενική του καθαρογραμμένου της καθαρογραμμένης του καθαρογραμμένου
    αιτιατική τον καθαρογραμμένο την καθαρογραμμένη το καθαρογραμμένο
     κλητική καθαρογραμμένε καθαρογραμμένη καθαρογραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθαρογραμμένοι οι καθαρογραμμένες τα καθαρογραμμένα
      γενική των καθαρογραμμένων των καθαρογραμμένων των καθαρογραμμένων
    αιτιατική τους καθαρογραμμένους τις καθαρογραμμένες τα καθαρογραμμένα
     κλητική καθαρογραμμένοι καθαρογραμμένες καθαρογραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθαρογραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθαρογραφώ

  Μετοχή επεξεργασία

καθαρογραμμένος, -η, -ο

  1. που είναι γραμμένος με ευανάγνωστα γράμματα
  2. που έχει αντιγραφεί από ένα πρόχειρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία