καθαρογραμμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθαρογραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθαρογραφώ
Μετοχή επεξεργασία
καθαρογραμμένος, -η, -ο
- που είναι γραμμένος με ευανάγνωστα γράμματα
- που έχει αντιγραφεί από ένα πρόχειρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθαρογραμμένος
|