ορθογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορθογραφώ < ελληνιστική κοινή ὀρθογραφέω / ὀρθογραφῶ[1] < ὀρθογράφος < αρχαία ελληνική ὀρθός + γράφω
Ρήμα
επεξεργασίαορθογραφώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ορθογραφώ | ορθογραφούσα | θα ορθογραφώ | να ορθογραφώ | ορθογραφώντας | |
β' ενικ. | ορθογραφείς | ορθογραφούσες | θα ορθογραφείς | να ορθογραφείς | (ορθογράφει) | |
γ' ενικ. | ορθογραφεί | ορθογραφούσε | θα ορθογραφεί | να ορθογραφεί | ||
α' πληθ. | ορθογραφούμε | ορθογραφούσαμε | θα ορθογραφούμε | να ορθογραφούμε | ||
β' πληθ. | ορθογραφείτε | ορθογραφούσατε | θα ορθογραφείτε | να ορθογραφείτε | ορθογραφείτε | |
γ' πληθ. | ορθογραφούν(ε) | ορθογραφούσαν(ε) | θα ορθογραφούν(ε) | να ορθογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ορθογράφησα | θα ορθογραφήσω | να ορθογραφήσω | ορθογραφήσει | ||
β' ενικ. | ορθογράφησες | θα ορθογραφήσεις | να ορθογραφήσεις | ορθογράφησε | ||
γ' ενικ. | ορθογράφησε | θα ορθογραφήσει | να ορθογραφήσει | |||
α' πληθ. | ορθογραφήσαμε | θα ορθογραφήσουμε | να ορθογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | ορθογραφήσατε | θα ορθογραφήσετε | να ορθογραφήσετε | ορθογραφήστε | ||
γ' πληθ. | ορθογράφησαν ορθογραφήσαν(ε) |
θα ορθογραφήσουν(ε) | να ορθογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ορθογραφήσει | είχα ορθογραφήσει | θα έχω ορθογραφήσει | να έχω ορθογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ορθογραφήσει | είχες ορθογραφήσει | θα έχεις ορθογραφήσει | να έχεις ορθογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ορθογραφήσει | είχε ορθογραφήσει | θα έχει ορθογραφήσει | να έχει ορθογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ορθογραφήσει | είχαμε ορθογραφήσει | θα έχουμε ορθογραφήσει | να έχουμε ορθογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ορθογραφήσει | είχατε ορθογραφήσει | θα έχετε ορθογραφήσει | να έχετε ορθογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ορθογραφήσει | είχαν ορθογραφήσει | θα έχουν ορθογραφήσει | να έχουν ορθογραφήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορθογραφώ
|
- ↑ ορθογραφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας