Ετυμολογία

επεξεργασία
ορθογραφώ < ελληνιστική κοινή ὀρθογραφέω / ὀρθογραφῶ[1] < ὀρθογράφος < αρχαία ελληνική ὀρθός + γράφω

ορθογραφώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία