ορθογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορθογράφηση | οι | ορθογραφήσεις |
γενική | της | ορθογράφησης* | των | ορθογραφήσεων |
αιτιατική | την | ορθογράφηση | τις | ορθογραφήσεις |
κλητική | ορθογράφηση | ορθογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορθογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορθογράφηση < ορθογραφώ + -ση < (ελληνιστική κοινή) ὀρθογραφέω / ὀρθογραφῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορθογράφηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ορθογραφώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορθογράφηση
|