Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κελίον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κελίον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κελίον ουδέτερο

  1. ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα
  2. κελί μοναχού

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κελίον < κέλλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίον. Η λέξη από τον 4ο αιώνα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κελίον ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία