↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κέλλα οι κέλλες
      γενική της κέλλας των κελλών
    αιτιατική την κέλλα τις κέλλες
     κλητική κέλλα κέλλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κέλλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κέλλα < ελληνιστική κοινή < λατινική cella

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κέλλα θηλυκό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κέλλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κέλλα < λατινική cella

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κέλλα θηλυκό

  1. κελάρι
     συνώνυμα: κελάριον, κελλάριν
  2. κελί
     συνώνυμα: κελίον, κελλίν

Συγγενικά

επεξεργασία



  Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κέλλα < (άμεσο δάνειο) λατινική cella

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κέλλα θηλυκό