κέλλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κέλλα | οι | κέλλες |
γενική | της | κέλλας | των | κελλών |
αιτιατική | την | κέλλα | τις | κέλλες |
κλητική | κέλλα | κέλλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κέλλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κέλλα < ελληνιστική κοινή < λατινική cella
Ουσιαστικό
επεξεργασίακέλλα θηλυκό
Ετυμολογία
επεξεργασία- κέλλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κέλλα < λατινική cella
Ουσιαστικό
επεξεργασίακέλλα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κέλλα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κέλλα < (άμεσο δάνειο) λατινική cella
Ουσιαστικό
επεξεργασίακέλλα θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- κέλλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.