Ετυμολογία

επεξεργασία
κελλίν < (ελληνιστική κοινήκελλίον < λατινική cella

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κελλίν ουδέτερο

  • άλλη μορφή του κελίον, μικρό δωμάτιο, ή κελί
    ※  Ἀμὴ πάλιν ἡμεῖς διὰ τὸ χρέος τῆς εἰς ἐκεῖνον ἀγάπης σου καὶ δουλοσύνης καὶ τῆς εἰς ἡμᾶς εὐεργετοῦμέν σοι καὶ οὕτως, ὡσὰν ᾗ εἰς τὴν δουλοσύνην τοῦ βασιλέως τοῦ ἀδελφοῦ μου, νὰ ἔρχεται ἐξ ὀρθοῦ εἰς τὸ κελλίν μου, ὡς καὶ πρότερον.
    (Γεώργιος Φραντζής, Βραχύ χρονικό, 15, 7, 3-7)

Άλλες μορφές

επεξεργασία