↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σηκός οι σηκοί
      γενική του σηκού των σηκών
    αιτιατική τον σηκό τους σηκούς
     κλητική σηκέ σηκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σηκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σηκός[1]
 
Η θέση του σηκού σε ναό της Ήρας στον Σελινούντα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ση‐κός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σηκός αρσενικό

  1. (αρχαιολογία, θρησκεία) ο κεντρικός και κύριος (στον άξονα του μήκους) χώρος του αρχαίου ελληνικού ναού, όπου τοποθετούνταν το άγαλμα του θεού, στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο ναός
  2. περίφραξη της ιερής ελιάς
  3. (συνεκδοχικά) εσοχή σε τοίχο, όπου τοποθετούνταν άγαλμα ή αγγείο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σηκός οἱ σηκοί
      γενική τοῦ σηκοῦ τῶν σηκῶν
      δοτική τῷ σηκ τοῖς σηκοῖς
    αιτιατική τὸν σηκόν τοὺς σηκούς
     κλητική ! σηκέ σηκοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σηκώ
γεν-δοτ τοῖν  σηκοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σηκός < σάττω[1] ή προελληνική [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σηκός αρσενικό

  1. στάβλος, μαντρί
  2. ιερός περίβολος
  3. τάφος
  4. κορμός ενός γέρικου ελαιόδεντρου

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.