Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολυκύτταρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολυκύτταρ
ος
η
πολυκύτταρ
η
το
πολυκύτταρ
ο
γενική
του
πολυκύτταρ
ου
της
πολυκύτταρ
ης
του
πολυκύτταρ
ου
αιτιατική
τον
πολυκύτταρ
ο
την
πολυκύτταρ
η
το
πολυκύτταρ
ο
κλητική
πολυκύτταρ
ε
πολυκύτταρ
η
πολυκύτταρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολυκύτταρ
οι
οι
πολυκύτταρ
ες
τα
πολυκύτταρ
α
γενική
των
πολυκύτταρ
ων
των
πολυκύτταρ
ων
των
πολυκύτταρ
ων
αιτιατική
τους
πολυκύτταρ
ους
τις
πολυκύτταρ
ες
τα
πολυκύτταρ
α
κλητική
πολυκύτταρ
οι
πολυκύτταρ
ες
πολυκύτταρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολυκύτταρος
<
πολυ-
+
κύτταρ(ο)
+
ος
Επίθετο
επεξεργασία
πολυκύτταρος, -η, -ο
που αποτελείται από πολλά
κύτταρα
Συνώνυμα
επεξεργασία
πολυκυτταρικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολυκύτταρος
αγγλικά
:
multicellular
(en)
γαλλικά
:
multicellulaire
(fr)
ισπανικά
:
pluricelular
(es)
πολωνικά
:
wielokomórkowy
(pl)
τουρκικά
:
çok hücreli
(tr)