Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κυτταρολόγος οι κυτταρολόγοι
      γενική του/της κυτταρολόγου των κυτταρολόγων
    αιτιατική τον/την κυτταρολόγο τους/τις κυτταρολόγους
     κλητική κυτταρολόγε κυτταρολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυτταρολόγος < κυτταρο- + -λόγος, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Zytologe < Zyto- + -loge < αρχαία ελληνική κύτος + -λόγος[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυτταρολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία