κυτταρολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυτταρολόγος < κυτταρο- + -λόγος, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Zytologe < Zyto- + -loge < αρχαία ελληνική κύτος + -λόγος[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυτταρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) γιατρός ειδικευμένος στην κυτταρολογία
Συνώνυμα επεξεργασία
- κυτταρολογία
- κυτταρολογικός
- κυτταροπαθολόγος
- → και δείτε τη λέξη κύτταρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ κυτταρολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας