ερυθροκύτταρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ερυθροκύτταρο < ερυθρο- + κύτταρο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική erythrocyte)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ερυθροκύτταρο ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
→ δείτε και τη λέξη ερυθρό αιμοσφαίριο
ερυθροκύτταρο