Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερυθρό αιμοσφαίριο < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική red blood cell → δείτε τις λέξεις ερυθρός και αιμοσφαίριο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eɾiˈθɾo emoˈsfeɾio/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ερυθρό αιμοσφαίριο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία