↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιμοπετάλιο τα αιμοπετάλια
      γενική του αιμοπεταλίου
αιμοπετάλιου
των αιμοπεταλίων
    αιτιατική το αιμοπετάλιο τα αιμοπετάλια
     κλητική αιμοπετάλιο αιμοπετάλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιμοπετάλιο < αιμο- + πετάλιο (< πέταλ(ο) + -ιο), (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική plaquette sanguine)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.mo.peˈta.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐μο‐πε‐τά‐λι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιμοπετάλιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία